Ασκόλυμπρος

Άγριο βρώσιμο αγκάθι που συνηθίζεται πολύ στην Κρήτη. Τρώγεται -αφούκαθαριστείαπό τα αγκάθια- βραστό, γιαχνιστό, μαγειρεμένο με κρέας ή ψάρι, ομελέτα με αυγά, και κατά τόπους τηγανίζεται με αλεύρι. Η επιστημονική του ονομασία είναι scolymous hispanicus

Άρτυμα

Υλικό που βελτιώνει τη γεύση, βελτιωτικό γεύσης…

Ανεβατά

Τα αρτοσκευάσματα που περιέχουν μαγιά ή προζύμι και θέλουν ανέβασμα πριν ψηθούν.

Αμελέτητα

Οι όρχεις των οικόσιτων ζώων (εξ ου και το όνομα…). Τρώγονται τηγανισμένα και πολλοί τα θεωρούν εκλεκτό μεζέ.

Αμανίτης, ο

Το μανιτάρι. Και αμανίτες, τα μανιτάρια!

Αλατσολιές ή σταφιδολιές

Οι ελιές που ξεπικρίζουν και διατηρούνται με αλάτι, όχι με άλμη. Είναι ζαρωμένες (γι αυτό και λέγονται και σταφιδολιές) και αρωματίζονται με σκίνο, με θυμάρι, με θρούμπι και άλλα αρωματικά.

Αγουρέλαιο

Το λέμε και αγγουρόλαδο. Το ελαιόλαδο που παράγεται πρώιμα, από άγουρες (άγγουρες) ελιές. Έχει μια ευχάριστη ελαφριά πικράδα αλλά είναι πολύ νόστιμο. Καταναλώνεται συνήθως ωμό για να απολαμβάνουμε τη φρουτώδη γεύση του.

Αγουρίδα ή αγγουρίδα

Τά άγουρα σταφύλια και ο χυμός τους. Ο χυμός χρησιμοποιείται αντί λεμονιού και -ειδικά σε μερικά φαγητά- δίνει υπέροχη γεύση. Χαρακτηριστική χρήση στην κρητική κουζίνα έχει στο μαγείρεμα της μπάμιας και στο άρτυμα του στίφνου και των βλίτων.

Αβρωνιά

Αλλιώς οβριά ή βρυωνιά. Άγριο χορταρικό που έχει πικρή γεύση. Μοιάζει με σπαράγγι και μαγειρεύεται βραστό ή γιαχνί ή με αυγά σαν ομελέτα. Η επιστημονική του ονομασία είναι Tamus communis.

Αγαλατσίδα ή γαλατσίδα

Χορταράκι που τρώγεται ωμό, βρασμένο ή προστίθεται σε πίτες με άλλα γιαχνερά.

Μετάβαση στο περιεχόμενο